- ολοκαύτωση
- η (ΑΜ ὁλοκαύτωσις) [ολοκαυτώ (II)]νεοελλ.1. πλήρης καύση, αποτέφρωση, απανθράκωση2. ολοσχερής καταστροφή, ιδίως ανθρώπων, για υψηλά ιδανικάμσν.-αρχ.η προσφορά θύματος το οποίο καίγεται ολόκληρο πάνω στον βωμό («καὶ ἀνοίσεις ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τῆς ὁλοκαυτώσεως εὶς ὀσμὴν εὐωδίας ἔναντι κυρίου», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.